ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΝΕΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2018
Κεντρικά συμπεράσματα
Το καλοκαίρι του 2010, όταν η χώρα έμπαινε στην Μνημονιακή περίοδο της πολύ πρόσφατης Ιστορίας της, η Κάπα Research κατέγραψε την απαρχή της «μεγάλης φυγής» των νέων ανθρώπων στην έρευνα «Οι Νέοι της Ελλάδας Σήμερα και η Μετανάστευση»*: το 74% έπαιρνε θέση απέναντι στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα υιοθετώντας στάση «καταγγέλλω και αποχωρώ» – θα έφευγα από τη χώρα εάν μου δινόταν η ευκαιρία – δήλωνε.
Έκτοτε, η αναφορά στο σύγχρονο «brain drain» έχει αναμφίβολα τη σημασία της, αλλά δεν μπορεί να επισκιάσει το γεγονός ότι ο αριθμός των νέων 17-39 ετών που παραμένουν στη χώρα (περίπου 2,5 εκατομμύρια) είναι σαφώς μεγαλύτερος και με ανάλογα προσόντα.
Καλοκαίρι του 2018, στο τέλος του μνημονιακού κύκλου, η επανάληψη της έρευνας του 2010 αναδεικνύει μια πολύ ώριμη γενιά, χαλυβδωμένη στην πιο δύσκολη δεκαετία της Μεταπολίτευσης. Η σημασία της μελέτης των χαρακτηριστικών και των απόψεών της έγκειται στο γεγονός ότι η γενιά αυτή θα κληθεί να διαμορφώσει το μέλλον της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. Και εκεί ακριβώς πρέπει να εστιάσει η δημόσια συζήτηση : δεν αρκεί να «ξορκίζεται» το κακό της μετανάστευσης, η νέα γενιά πρέπει να βγει στο προσκήνιο και να αναλάβει την ευθύνη της ανασύνταξης της χώρας και της επαναφοράς της ευημερίας. Πρόκειται για την πιο μορφωμένη γενιά που γνώρισε ποτέ η ελληνική κοινωνία, με αυτό-πεποίθηση και απόλυτη εμπιστοσύνη στα εφόδιά της.
Η οκταετής δοκιμασία των Μνημονίων δεν εξάλειψε την ευαισθησία της ούτε παραμόρφωσε το αξιακό της σύστημα: Δικαιοσύνη, Δημοκρατία, Αλληλεγγύη και Ισότητα είναι οι αξίες που οι νέοι άνθρωποι θα ήθελαν να δουν να ενισχύονται τα επόμενα χρόνια, ενώ συνδέουν την οικονομική προοπτική με τις αξίες της Παραγωγικότητας, της Επιχειρηματικότητας και της Καινοτομίας. Μια γενιά που παραμένει αισιόδοξη, που πιστεύει ότι σε 10 χρόνια θα ζει καλύτερα απ’ ότι σήμερα, που έχει πίστη στη χώρα, που αγαπά, εν τέλει, την Ελλάδα. Μέρος αυτού του πλούτου είναι και οι νέοι μετανάστες, οι οποίοι προσαρμόστηκαν στις κοινωνίες υποδοχής, είδαν τη ζωή τους – επαγγελματική και προσωπική – να βελτιώνεται, αλλά ζουν εκεί με τα μάτια στραμμένα εδώ: παρά την επιτυχή τους πορεία (απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που έχουν σχέση με το αντικείμενο των σπουδών τους και είναι οικονομικά ανεξάρτητοι) «δεν έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους», περισσότεροι από 4 στους 10 στέλνουν χρήματα στην οικογένειά τους, τους λείπει η χώρα τους, η οικογένεια και οι φίλοι τους. Το συχνό «πήγαινε – έλα», 3 ίσως και 4 φορές τον χρόνο, μπορεί να απαλύνει τη νοσταλγία, δεν διώχνει, όμως, τον Νόστο. Οι μισοί σχεδόν θέλουν να επιστρέψουν και, σε δέκα χρόνια από σήμερα, φαντάζονται τη ζωή τους στρωμένη και πάλι στην Ελλάδα.
Η νέα γενιά είναι οργισμένη, αλλά χειραφετημένη. Ασφυκτιά, όπως είναι φυσικό, υπό τις παρούσες συνθήκες (στασιμότητα), δεν εξωραΐζει την πραγματικότητά της και έχει σταθερές, αρνητικά φορτισμένες αντιλήψεις για την πολιτική, το Κράτος, την οικονομία, αλλά και τις αιτίες της κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, οι πυλώνες της Δημοκρατίας, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, τα ΜΜΕ, και το Κοινοβούλιο βρίσκονται στις χαμηλότερες θέσεις αξιολόγησης των θεσμών, η έννοια του Κράτους («Τι σημαίνει, για εσάς προσωπικά, το ελληνικό Κράτος;») είναι συνώνυμη της διαφθοράς, της αναξιοκρατίας και του ρουσφετιού, σημαίνει ακόμη σπατάλη χρημάτων, υστέρηση σε νέες τεχνολογίες και αγένεια. Η διαφθορά στη δημόσια ζωή, αλλά και οι πολιτικές που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης προκάλεσαν την κρίση.
Το άμεσο, μεγαλύτερο σύνολο στο οποίο εντάσσεται η χώρα, η Ευρώπη, δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο: ισοψηφούν οι θετικές και οι αρνητικές γνώμες για την Ένωση, οι υπέρ και οι κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η νέα γενιά – περισσότερο οι εντός Ελλάδας και λιγότερο οι εκτός – δεν απορρίπτει την ΕΕ, αλλά διακατέχεται από σκεπτικισμό απέναντί της : ΕΕ σημαίνει ελευθερία μετακίνησης ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών, ειρήνη αλλά και ευρώ, και κλειστό «ελιτίστικο» κλαμπ. Η ευημερία της Ελλάδας, ωστόσο, βρίσκεται στην εξωστρέφεια, στο άνοιγμα στον κόσμο, για την πλειοψηφία των νέων ανθρώπων.
Η έρευνα φανερώνει, επίσης, το εξής οξύμωρο: Τα κόμματα προβληματίζονται για το τι θα ψηφίσουν οι νέοι, ενώ οι νέοι έχουν πρόβλημα με τα κόμματα.
Ο πολιτικός κυνισμός καλλιεργήθηκε μεθοδικά στους νέους τις τελευταίες δεκαετίες: Υπάρχει μεγάλη διαφθορά στη δημόσια ζωή της χώρας μας, στα περισσότερα θέματα οι κυβερνήσεις δεν ενεργούν με γνώμονα το εθνικό και το δημόσιο συμφέρον, οι περισσότεροι βουλευτές και πολιτικοί εμπλέκονται στη δημόσια ζωή με καθαρά ιδιοτελή κίνητρα, τα κόμματα ενδιαφέρονται μόνο για την ψήφο των πολιτών και όχι για τη γνώμη τους, άνθρωποι σαν κι εμένα δεν έχουν καμιά επιρροή στο τι κάνει η κυβέρνηση συνιστούν παραδοχές που – στο διάστημα της οκταετίας – παρέμειναν αμετακίνητες. Έτσι, οι περισσότεροι απαντούν «κανένα» στην ερώτηση «ποιο κόμμα είναι πιο κοντά στους νέους;».
Η Μεταμνημονιακή Ελλάδα δεν μπορεί να έχει άλλο πρόσωπο παρά αυτό των νέων ανθρώπων της. Προς τούτο, το Κράτος πρέπει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενσωμάτωση των νέων – όχι (μόνο) μέσω προγραμμάτων απασχόλησης – αλλά κυρίως μέσω της αξιοποίησης και της ένταξής τους στη συζήτηση για το μέλλον του τόπου. Η νέα γενιά κατέχει εφόδια, αρκετά από τα οποία ήταν παντελώς άγνωστα στις προηγούμενες γενιές.
Η κρίση έχει προκαλέσει μεγάλες πρόσθετες καθυστερήσεις και αδικίες. Είναι πολλοί και πολλά που πρέπει να παραμερίσουν στη χώρα μας για να περάσουν οι νέοι – και στον δημόσιο χώρο και στην αγορά.
* Ακολουθούν τα κεντρικά συμπεράσματα της αντίστοιχης έρευνας του 2010.
ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΝΕΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2010
Η απειλή της μεγάλης φυγής
Η έρευνα της Κάπα Research σε δείγμα 5.442 νέων Ελλήνων, έχει ως στόχο να αντλήσει πληροφορίες (α) για τις στάσεις της συγκεκριμένης ομάδας πολιτών πάνω σε ζητήματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον της χώρας, (β) για το πώς αυτοπροσδιορίζονται και το πώς εντάσσονται στο ελληνικό οικονομικό σύστημα και (γ) για τα μελλοντικά σχέδια τους όσον αφορά σε θέματα επαγγελματικής δραστηριότητας και ποιότητας ζωής. Από τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύεται – πέραν της εν πολλοίς αναμενόμενης τάσης αποστροφής απέναντι το εγχώριο πολιτικό και διοικητικό κατεστημένο – ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα: ο κίνδυνος εμφάνισης κύματος μετανάστευσης νέων μορφωμένων Ελλήνων προς το εξωτερικό. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος του να στερηθεί η χώρα μας πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, και μάλιστα τη στιγμή που το έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ.
Στάσεις
Η αποστασιοποίηση και απαισιοδοξία της νέας γενιάς σε θέματα πολιτικής φύσεως είναι πλέον καθιερωμένη πραγματικότητα στην Ελλάδα. Στη συγκεκριμένη έρευνα γίνεται εμφανής η γενικότερη απογοήτευση από το πολιτικό κατεστημένο καθώς οι ερωτώμενοι συμφωνούν σε μεγάλα ποσοστά με κυνικές απόψεις για την εγχώρια πολιτική σκηνή – λ.χ. ότι οι περισσότεροι βουλευτές και πολιτικοί εμπλέκονται στην δημόσια ζωή με καθαρά ιδιοτελή κίνητρα – ενώ εννιά στους δέκα θεωρούν πως στη παρούσα φάση, εν μέσω κρίσης, οι πολιτικοί μιλούν πολύ, αλλά δεν κάνουν πολλά πράγματα.
Αναφερόμενοι στην οικονομική κατάσταση της χώρας οι νέοι σε ποσοστό 86,5% πιστεύουν πως τα χειρότερα είναι μπροστά μας ενώ 58,9% αυτών πιστεύει πως η Ελλάδα θα εξέλθει της κρίσης σε περισσότερο από πέντε έτη. Τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της χώρας για την έξοδό της από την κρίση είναι, κατά τη γνώμη τους, η έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου (53,7%), το δημόσιο χρέος (51,1%), και η γραφειοκρατεία (40,4%).
Έτσι, εφόσον δεν θεωρούν ότι υπάρχει ή ότι εφαρμόζεται κάποιο αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα (88,3%), είναι λογικό το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους πιστεύουν πως τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι προς τη λάθος κατεύθυνση. Αξίζει να σημειωθεί πως για το 60,8% το κράτος είναι αυτό που πρέπει να βγάλει τη χώρα από την δεινή οικονομική κατάσταση, μέσω εύρεσης και διάθεσης κεφαλαίων στην αγορά, παρόλο που το Δημόσιο είναι το κύριο εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας (73,1%). Ερωτώμενοι για συγκεκριμένες πολιτικές παρεμβάσεις, χαρακτηρίζουν σε μεγάλο βαθμό θετικό το πάγωμα των προσλήψεων στο Δημόσιο για τα επόμενα 10 χρόνια (67%) και τάσσονται υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας στον δημόσιο τομέα (73,5%) αλλά και της απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων (80,5%).
Προφίλ και επαγγελματικές φιλοδοξίες
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τα παραπάνω στοιχεία είναι λίγο έως πολύ γνωστά και πως έχουν καταγραφεί και στο παρελθόν όταν εξετάζονται στάσεις και απόψεις των χαμηλότερων ηλικιακών στρωμάτων του πληθυσμού. Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη έρευνα και τα αποτελέσματά της ακόμα πιο ενδιαφέροντα όμως είναι το υψηλό γνωστικό υπόβαθρο του δείγματος. Και λαμβάνοντας υπόψη πως τα όνειρα και τα σχέδια για την ζωή και την εξέλιξη των ανθρώπων καλλιεργούνται κυρίως στα πανεπιστημιακά έδρανα αποκτά μεγάλη σημασία το να ερευνηθούν οι προσδοκίες της πληθυσμιακής αυτής ομάδας στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο κατά την οποία δοκιμάζεται η επιβίωση της ελληνικής οικονομίας.
Οι νέοι επιστήμονες, όπως αυτοπροσδιορίζονται σε αυτή την έρευνα, έχουν όρεξη για δουλειά (97,8%), καλή γενική μόρφωση (97%) και καλή γνώση τουλάχιστον μίας ξένης γλώσσας (94%) (κυρίως της Αγγλικής). Ένα εύρημα, όμως, που προκαλεί ανησυχία είναι το ότι παρόλο που 81,9% των ερωτώμενων δηλώνουν πως έχουν κάποιο σχέδιο για τη ζωή τους, παρουσιάζονται σε σημαντικά ποσοστά απογοητευμένοι (42,6%), απαισιόδοξοι για το μέλλον τους (73,9%), ακόμα και δυσαρεστημένοι από τη ζωή τους (62,7%), καθώς ανησυχούν για τις επαγγελματικές τους προοπτικές και την οικονομική τους κατάσταση.
Κύρια πηγή εισοδήματος είναι για το 65,6% η εργασία και μόλις για το 22,9% (κυρίως φοιτητές) η οικογένεια. Σε ποσοστό 62,3% δεν είναι ικανοποιημένοι από το εισόδημά τους παρόλο που για τους περισσότερους υπάρχει οικονομική στήριξη από τους γονείς. Πάνω από έξι στους δέκα εργάζονται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης κυρίως ως ιδιωτικοί υπάλληλοι γραφείου ή ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά οι περισσότεροι σε θέσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με τις σπουδές τους. Ακόμη, 39,5% όσων δεν εργάζονται (24,5% επί του συνόλου) είναι άνεργοι, παρόλο που σε ποσοστό 69,3% διαθέτουν επαγγελματική εμπειρία.
Όσον αφορά στις μισθολογικές απαιτήσεις, σε ποσοστό 49,8% οι νέοι επιστήμονες θεωρούν ότι, δεδομένων των προσόντων που διαθέτουν, αξίζουν μισθό μεταξύ 1500 και 3000 ευρώ το μήνα, ενώ μόλις 27,2% θα ήταν ικανοποιημένοι με μισθό έως και 1500 ευρώ. Παρόλα αυτά, σε ποσοστό 68,7% ενδιαφέρονται να αναπτύξουν δική τους επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς αυτή να σχετίζεται απαραίτητα με τις σπουδές τους. Πιο συγκεκριμένα, περίπου τέσσερις στους δέκα προτιμούν να κάνουν δική τους επιχείρηση ή να εργάζονται ως αυτοαπασχολούμενοι με τα ποσοστά εκείνων που θέλουν να εργαστούν ως υπάλληλοι του δημοσίου ή ως ιδιωτικοί υπάλληλοι να είναι αρκετά χαμηλά (9,2% και 15,5% αντίστοιχα). Αξιοσημείωτο είναι το ότι 34% αρκούνται στο να έχουν δουλειά, ανεξαρτήτως τομέα και επαγγελματικού κλάδου, ενώ πάνω από 50% βλέπει αρνητικά τον διορισμό του στο Δημόσιο. Το κυριότερο εύρημα όλων πάντως είναι πως για το 64,1% των νέων Ελλήνων επιστημόνων η χώρα τους δεν αποτελεί τόπο στον οποίο μπορούν να εκπληρώσουν τα όνειρα και τους επαγγελματικούς τους στόχους. Και αυτό φαίνεται να είναι και ο κύριος παράγων που οδηγεί τους περισσότερους νέους στην αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών σε άλλες χώρες.
Η απειλή της μεγάλης φυγής
Το παραπάνω συμπέρασμα γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο τη στιγμή που, όπως φαίνεται στην έρευνα, ο μόνος σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας γι αυτούς είναι η συναισθηματική σύνδεση με τον τόπο τους, την οικογένεια και τους φίλους τους. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το ότι πάνω από επτά στους δέκα δηλώνουν πως θα έφευγαν από τη χώρα (για να ζήσουν αλλού) εάν τους δινόταν η ευκαιρία, και περίπου οι μισοί από αυτούς (42%) φέρονται να έχουν ήδη προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες για να φύγουν, επιδιώκοντας όχι απλά την απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας, αλλά μια μόνιμη καριέρα. Έχοντας σαφή προτίμηση υπέρ της μόνιμης δουλειάς στο εξωτερικό παρά στην εγχώρια αγορά, η νέα γενιά μορφωμένων Ελλήνων απειλεί έμμεσα να ανακόψει την όποια προσπάθεια ανασύνταξης των δυνάμεων της χώρας για την δημιουργία αναπτυξιακής προοπτικής και την επαναφορά της ευημερίας.
Ρεαλιστικά ή όχι;
Το τι ευθύνεται γι αυτή την εξέλιξη είναι αρκετά δύσκολο να διακριθεί. Από τη μία μεριά, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα σχέδια των νέων σήμερα δεν μπορούν να εκπληρωθούν στην χώρα μας διότι είναι εξωπραγματικά. Ίσως οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν κατά την περασμένη δεκαετία με την πλασματική σύγκλιση Ελλάδας με τη Δύση να καθιστούν υπερβολικά τα όποια σχέδια και όνειρα των νέων.
Πράγματι, σε μια οικονομία όπου η πλειοψηφία των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα εισπράττει λιγότερα από 1.000 ευρώ μηνιαίως και όπου ο μέσος μηνιαίος μισθός των δημοσίων υπαλλήλων δεν ξεπερνά τα 1.300 ευρώ, οι μισθοί από 1.500 έως 3.000 που αναζητούν οι περισσότεροι νέοι πτυχιούχοι – και μάλιστα κυρίως στον ιδιωτικό τομέα – μπορούν να χαρακτηριστούν αρκετά απαιτητικοί. Πόσο μάλλον όταν η χώρα τους καλείται, στα πλαίσια των όρων που έχουν τεθεί από ΕΕ, ΔΝΤ και ΕΚΤ, να προβεί σε μακρά διαδικασία αποπληθωρισμού της οικονομίας της μέσω μείωσης μισθών (και άρα τιμών), ώστε να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική η λειτουργία της.
Πέραν όμως των μισθολογικών απαιτήσεων, η έρευνα αναδεικνύει και ένα εξίσου κρίσιμο στοιχείο επαγγελματικών προσδοκιών των νέων: την αυτοαπασχόληση (με την ευρεία έννοια). Όπως προαναφέρθηκε, στην πλειονότητά τους τα άτομα της συγκεκριμένης κατηγορίας προσδοκούν να εργαστούν είτε ως αυτοαπασχολούμενοι είτε ώς επιχειρηματίες, με το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται να αναπτύξουν δική τους επιχειρηματική δραστηριότητα να φτάνει το 70%. Με άλλα λόγια, προσδοκούν να γίνουν «αφεντικά». Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν είναι μια χώρα της οποίας η οικονομία έχει άμεση έλλειψη «αφεντικών». Σύμφωνα με στοιχεία στης Eurostat οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις των παραδοσιακών κλάδων (εμπόριο, εστίαση, τουρισμός, αγροτικός τομέας) που εδρεύουν στην χώρα μας είναι πάνω από 800.000, ενώ η αναλογία μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε σχέση με τον πληθυσμό καθώς και η σχέση αυτοαπασχόλησης – πληθυσμού είναι στην Ελλάδα υψηλότερη από κάθε άλλο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεπώς, υπάρχουν τουλάχιστον δύο ανασταλτικοί παράγοντες για το επαγγελματικό μέλλον των νέων πτυχιούχων στην Ελλάδα: η αναντιστοιχία μισθών – απαιτήσεων και ο σχετικός κορεσμός στην παραδοσιακή μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Εάν εστιάσουμε όμως στους κλάδους στους οποίους θα επιθυμούσαν να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά οι νέοι επιστήμονες, οι παραδοσιακοί κλάδοι δεν βρίσκονται ψηλά στις προτιμήσεις τους. Συγκεκριμένα, το συναθροισμένο ποσοστό εκείνων που θα προτιμούσαν το Εμπόριο, τις Κατασκευές, την Εστίαση, ή τον Αγροτικό τομέα ως κλάδο επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, δεν ξεπερνά το 25%. Από την άλλη, σημαντική θέση στις προτιμήσεις τους καταλαμβάνουν οι μη παραδοσιακοί κλάδοι των Επικοινωνιών και νέων τεχνολογιών (18,5%) και της Ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών (13%) με αρκετά μεγάλο ποσοστό να δηλώνει πως θα ήθελε να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά σε εντελώς νέους κλάδους (Άλλο απαντά το 18%!). Τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν ότι παρά το γεγονός ότι γίνονται αντιληπτά από τους ίδιους τα εμπόδια που υπάρχουν στην Ελλάδα για να αξιοποιήσουν τις σπουδές και τις γνώσεις τους, υπάρχει μια τάση προς την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Αυτή η τάση ίσως είναι και ο μοναδικός μη συναισθηματικός παράγων που τους κρατά στην πατρίδα τους. Η οικονομική συγκυρία την οποία διανύει η Ελλάδα κρίνει επιτακτική την ανάγκη αξιοποίησης αυτής της τάσης καθώς ο συνδυασμός καινοτομίας-επιχειρηματικότητας θεωρείται από τους περισσότερους οικονομικούς αναλυτές ως ένας – αν όχι ο μόνος – τρόπος να επανέλθει η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά.
Επαναπροσέγγιση ανθρώπινου κεφαλαίου
Από τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται πως η κλίση των νέων πτυχιούχων προς την επιχειρηματικότητα και η τάση φυγής από τη χώρα συνδέονται μεταξύ τους. Έχουν αντιληφθεί ότι οι προσδοκίες και τα σχέδιά τους είναι μη ρεαλιστικά και έτσι έχουν να αποφασίσουν μεταξύ επιχειρηματικότητας και μετανάστευσης. Θα ήταν, ωστόσο, άδικο να χρεωθεί στους ίδιους τους νέους το ότι έχουν σχέδια πέραν των δυνατοτήτων της χώρας τους, διότι από την άλλη υπάρχουν πολλοί που ακόμα και σήμερα τους υπόσχονται καλύτερο μέλλον. Πέραν των υποσχέσεων υπάρχει και το ζητούμενο που, όπως προαναφέρθηκε, είναι η ανάγκη επαναπροσέγγισης αυτής της ομάδας νέων και εν συνεχεία η αξιοποίηση του γνωστικού κεφαλαίου που κατέχουν.
Ποιοι όμως μπορούν να συντελέσουν στην επαναπροσέγγιση τους και την αποτροπή τους από το να εγκαταλείψουν τη χώρα; Το υπάρχον πολιτικό σύστημα σίγουρα όχι, καθώς 80,1% των νέων δηλώνουν πως ο πολιτικός κόσμος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της μετανάστευσης στο εξωτερικό, εφόσον κανένα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα δεν είναι κοντά στους νέους (71,8%) και αφού οι λύσεις που προτείνονται για την έξοδο της χώρας από την κρίση αγνοούν τη νέα γενιά (86,2%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αναδεικνύουν το πρόβλημα μιας ταυτόχρονης έλλειψης πολιτικών και οικονομικών κινήτρων για τους νέους επιστήμονες. Μία λύση θα ήταν η ένταξη αυτής της ομάδας του πληθυσμού σε συγκεκριμένο αναπτυξιακό σχέδιο, όπως γίνεται με άλλες ομάδες (λ.χ. αγρότες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλπ.) ή η δημιουργία ενός μεγάλου, για τα ελλληνικά δεδομένα, αναπτυξιακού προγράμματος με σκοπό την αξιοποίησή τους. Η ένταξη των νέων σε ένα τέτοιο πρόγραμμα όχι μόνο θα βοηθούσε στο να επαναπροσεγγιστούν πολιτικά από το εκάστοτε κυβερών κόμμα, αλλά επιπλέον θα έθετε και σοβαρά θεμέλια ώστε να αξιοποιηθεί αυτό το τόσο σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο που εκείνοι κατέχουν στην προσπάθεια ανάταξης της αναπτυξιακής δυναμικής της Ελλάδας. Μία άλλη λύση, πολιτικής φύσης, θα ήταν η ίδια πρωτοβουλία από την πλευρά των νέων επιστημόνων, ώστε να εκπροσωπηθούν με πιο γνήσιο τρόπο και περισσότερο επαρκώς, και με σκοπό να αναδείξουν το αδιέξοδο στο οποίο έχουν βρεθεί. Το ότι στην πλειοψηφία τους οι νέοι δηλώνουν πως εμπιστεύονται μόνο τους ίδιους για την προάσπιση των συμφερόντων της γενιάς τους είναι ένα ενθαρρυντικό στοιχείο από αυτή τη σκοπιά.
–––
Στην παρούσα φάση, η ανάγκη επαναπροσέγγισης των νέων αποτελεί μεγάλο στοίχημα για το πολιτικό αλλά και για το οικονομικό μέλλον της χώρας. Η επαναπροσέγγιση αυτή απαιτεί συγκεκριμένο σχέδιο για συγκεκριμένο σκοπό. Ειδάλλως, μόνο κάποιο θαύμα θα ανακόψει τη φυγή τους στο εξωτερικό. Παλαιότερα, για να εκμαιεύσουν θαύματα οι άνθρωποι εκτελούσαν λιτανείες. Προς το παρόν, ούτε σχέδιο υπάρχει ούτε λιτανείες γίνονται.