Στο διάστημα μίας δεκαετίας οικονομία και δημοκρατία έγιναν έννοιες και μεγέθη αλληλένδετα: 25% ανεργία, 25% πτώση του ΑΕΠ, 25% πτώση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, 25% μείωση της συμμετοχής στις εκλογές. Διαχρονικά, όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομική δυσκολία του νοικοκυριού τόσο αυξάνεται η αποστροφή προς τη δημόσια σφαίρα, η καχυποψία προς τα κόμματα και επιλέγεται ο μικρόκοσμος της οικογένειας, ο ατομικισμός ή ο δρόμος της φυγής.

1. Η «οδύσσεια» των νέων: Από την αρχή της κρίσης παρατηρείται ένα νέο κύμα μετανάστευσης. Τα πρώτα ευρήματα έρευνας σε Έλληνες του εξωτερικού που πραγματοποιεί η Κάπα Research σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard καταδεικνύουν ότι η έννοια «ξενιτιά» έχει αποδραματοποιηθεί. Η μετανάστευση αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία και όχι ως τραύμα: πατρίδα είναι εκεί που μπορούν να εργαστούν και να ζήσουν αξιοπρεπώς, εκεί θέλουν να φορολογούνται, εκεί να ψηφίζουν. Η παγκοσμιοποίηση είναι η αιτία της φυγής τους αλλά και οι ίδιοι είναι η γενιά της παγκοσμιοποίησης. Η μεταβολή των αντιλήψεων είναι εμφανής: το παραδοσιακό «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δεν είναι πλέον υπερασπίσιμο. Η συνεκτική εικόνα της χώρας για τους Έλληνες που μετανάστευσαν τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται από το «θάλασσα, οικογένεια, ελληνική κουζίνα».

2. Η «οδύσσεια» των συνταξιούχων: Να ζεις στο δικό σου σπίτι και οι αποταμιεύσεις σου να επαρκούν για μια αξιοπρεπή ζωή αποτελούσαν παραδοσιακά τον ιδεατό τρόπο συνταξιοδότησης. Ωστόσο, η μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Υγεία, τη Γήρανση και τη Συνταξιοδότηση στην Ευρώπη, στην οποία συμμετέχει η Κάπα Research, φαίνεται να σκιάζει αυτό το ιδανικό. Τα τελευταία χρόνια το χρέος του μέσου νοικοκυριού στις περισσότερες οικονομικά ανεπτυγμένες κοινωνίες αυξήθηκε όπως και ο αριθμός των ηλικιωμένων πολιτών με χρέη. Ειδικά για την Ελλάδα υπήρξε ένας μοιραίος συνδυασμός: ο εύκολος καταναλωτισμός των προηγούμενων δεκαετιών συνάντησε την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, τη δραματική μείωση των εισοδημάτων και την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας. Η συνταξιοδότηση έπαψε να είναι μία ασφαλής κατάσταση όπου ο πιο ηλικιωμένος μπορούσε να απολαύσει τα οφέλη των κόπων του και μεταβλήθηκε σε μια επισφαλή φάση ζωής όπου η τακτοποίηση εκκρεμοτήτων (χρέη, υποστήριξη ανέργων μελών, ΕΝΦΙΑ) τείνει να λάβει μόνιμο χαρακτήρα.

3. Η υποβάθμιση των θεσμών: Ο βαθμός εμπιστοσύνης στους θεσμούς που συνθέτουν μια σύγχρονη δημοκρατία έχει κυριολεκτικά καταρρεύσει. Σήμερα, ο πολίτης αντιλαμβάνεται το ελληνικό κράτος ως «μη-κράτος»· επισημαίνει σοβαρό έλλειμμα αντιπροσώπευσης (κόμματα, κοινοβούλιο, κυβέρνηση), αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, διαφθορά, και απώλεια προοπτικής στην οικονομία. Η καθολική απαξίωση αντισταθμίζεται από την παραδοχή ότι η «χώρα έχει πλούσια πολιτιστική παράδοση», ικανό στρατό και σεβαστή αστυνομία, ενώ η ένδειξη εμπιστοσύνης προς τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δεν αποτελεί επιβράβευση των επιχειρηματικών ελίτ αλλά εναπόθεση της ύστατης ελπίδας στην επιχειρηματικότητα. Η Ελλάδα του 2016 παραπέμπει στις πρώην ανατολικές χώρες της περιοχής στις αρχές του 2000.

4. Οι κυβερνήσεις χωρίς περίοδο χάριτος: Τα κυβερνητικά κόμματα της κρίσης εκκινούν από χαμηλά. Τα άλλοτε υψηλά ποσοστά του 45% είναι απρόσιτα, ενώ και το 35% του ΣΥΡΙΖΑ επιτεύχθηκε σε συνθήκες αποχής-ρεκόρ. Ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει, η κομματική ταύτιση απομειώνεται, η υπερψήφιση ενός κόμματος είναι περισσότερο προϊόν τιμωρίας της προηγούμενης κυβέρνησης, συνθήκες που ελαχιστοποιούν την ανοχή. Το απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου που έχει συσσωρευθεί πριν την άνοδο στην εξουσία – τις περισσότερες φορές μέσω υπερβολικών υποσχέσεων –  ξοδεύεται σχεδόν αμέσως, καθώς η κοινωνία έχει εκπαιδευτεί να αναμένει άμεσες και εύκολες λύσεις σε χρόνια και δύσκολα προβλήματα. Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι καθοριστικός. Αναζητώντας πωλήσεις και τηλεθέαση για τη δική τους οικονομική επιβίωση, καταφεύγουν σε θορυβώδη και ακραία κριτική, η οποία στα κοινωνικά δίκτυα λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αυτού του τύπου η κριτική υιοθετείται από την εκάστοτε αντιπολίτευση με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο υποσχέσεων και λαϊκισμού.

5. Ο αντιευρωπαϊσμός – ευρωσκεπτικισμός: Το αίτημα του εξευρωπαϊσμού της χώρας έπαψε να είναι κυρίαρχο στα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Η προσλαμβάνουσα στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην ελληνική κρίση ανέκοψε την έλξη που ασκούσε η Ευρώπη στους πολίτες ως πόλος δημοκρατίας και ευημερίας. Η χώρα ακολουθεί το ευρύτερο ρεύμα αντίθεσης στην παγκοσμιοποίηση και στροφής στον συντηρητισμό που εμφανίζεται στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική κοινωνία κλίνει σταθερά προς την περιχαράκωση και τον απομονωτισμό.

6. Η διαίρεση «60-40»: Οι 6 στους 10 πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι μία διαφορετική λύση από το μνημόνιο είναι εφικτή, ενώ οι 4 στους 10 πιστεύουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. Το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 ανέδειξε και επισημοποίησε αυτόν τον διαχωρισμό (61,3% – 38,7%). Το ίδιο μοτίβο παρατηρείται και στις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις εθνικής εμβέλειας με τα βασικά κόμματα του «ναι» – Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι – να συγκεντρώνουν 38,5% στις ευρωεκλογές του 2014, 39,1% τον Ιανουάριο του 2015 και 38,5% τον Σεπτέμβριο. Παρά την μετέπειτα στροφή του ισχυρότερου εκφραστή της αντιμνημονιακής πλειοψηφίας, ο συσχετισμός δεν φαίνεται να έχει αλλάξει: μόνο ένα 2% των ψηφοφόρων του «όχι»  δηλώνει ότι θα άλλαζε σήμερα την ψήφο του, ενώ και στην πρόθεση ψήφου τα κόμματα του «ναι» δεν ξεπερνούν το 40%.

7. Η αποχή: Οι εκλογές του 2012 είχαν καταγράψει το πρώτο κύμα αύξησης της αποχής. Ωστόσο, η υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι του 2015 – και από την φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση – κατεδάφισε τις ψευδαισθήσεις για επιστροφή της χώρας στον «χαμένο παράδεισο». Οι σημαίες των δύο αντίπαλων στρατοπέδων – «αντιμνημόνιο» και «μένουμε Ευρώπη» – ξεθώριασαν, το διακύβευμα υποβαθμίστηκε και η συμμετοχή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου μειώθηκε στο 56%. Για πολλούς η πεποίθηση ότι η ψήφος δεν καθορίζει την οικονομική πολιτική της χώρας καθιστά τη συμμετοχή μια διαδικασία χωρίς αντίκρισμα. Το έλλειμμα εκπροσώπησης (κόμματα), το έλλειμμα αντιπροσώπευσης (ηγεσίες) και το έλλειμμα εναλλακτικών προτάσεων-λύσεων, σε συνδυασμό με το «καλάθι της νοικοκυράς» των 30-50 ευρώ, προδιαγράφουν ανωμαλία στη λειτουργία του κομματικού συστήματος: είναι πιθανό, στις επόμενες εκλογές, η συμμετοχή να πέσει κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 50% δίνοντας στην αναμέτρηση χαρακτήρα «δημοψηφίσματος Ορμπάν», δηλαδή, περιορισμένη νομιμοποίηση.

Επίλογος

Η επιφανειακή κομματική διαμάχη της περιόδου, πλούσια σε διχαστικές αναφορές στο παρελθόν, υποδηλώνει αμηχανία και δεν συγκινεί. Η κοινωνία δεν παρακολουθεί με «κομμένη την ανάσα», απλά βυθίζεται στα αδιέξοδα και τρομάζει μπροστά στο κενό. Το πολιτικό σύστημα, για να αναγεννηθεί, χρειάζεται περισσότερο αύριο και λιγότερο χθες. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν να σταματούσε ο αυτό-θαυμασμός: πώς θα συγκινηθεί μια κοινωνία ηττημένων από την κρίση όταν οι ηγεσίες κομπορρημονούν διαρκώς για την πρωτιά τους στους αγώνες ή στις δημοσκοπήσεις;

Η κοινωνία ζει παγιδευμένη στον μικρόκοσμο της δύσκολης οικογενειακής πραγματικότητας και οι ηγεσίες κατοικούν στον μικρόκοσμο της διάχυτης ψευδαίσθησης μεγαλείου. Το υπάρχον κενό προκαλεί άλλου τύπου δυνάμεις – όχι κατ’ ανάγκην πολιτικές – να καταλάβουν τον δημόσιο χώρο.

 

Αλέξης Ρουτζούνης

Υπεύθυνος Πολιτικών Ερευνών

Κάπα Research